- αδελφικότητα
- και αδερφικότητα, η [αδελφικός]1. η αδελφική σχέση, η συγγένεια αδελφών2. αδελφική, ειλικρινής αγάπη ή φιλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδέλφιξις — ἀδέλφιξις ( εως), η (Α) [ἀδελφίζω] αδελφικότητα, στενός φιλικός δεσμός ή συγγένεια … Dictionary of Greek
αδελφικός — και αδερφικός, ή, ό (Α ἀδελφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια νεοελλ. αγαπητός σαν αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός. ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα] … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek